- ἐτίναξε
- τινάσσωshakeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀτίναξε — ἐτίναξε , τινάσσω shake aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
ένερθε — ἔνερθε και ἔνερθεν και νέρθε και νέρθεν και δωρ. τ. ἔνερθα (Α) 1. από κάτω («ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν», Ομ. Ιλ.) 2. κάτω (χωρίς έννοια κινήσεως) («μαιμήωσι δ ἔνερθε πόδες και χεῑρες ὕπερθε», Ομ. Ιλ.) 3. (παρεμβαλλόμενο σε έναρθρο ουσ. πληθ … Dictionary of Greek
κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… … Dictionary of Greek
ἐτίναξ' — ἐτίναξα , τινάσσω shake aor ind act 1st sg ἐτίναξε , τινάσσω shake aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)